-
1 δι-πλόος
δι-πλόος, όη, όον, zsgzg. διπλοῦς, ῆ, οῦν, zwiefach, doppelt; Homer vie. mal: Iliad. 4, 138. 20, 415 ὅϑι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο ϑώρηξ, wo der Panzer doppelt war, indem der Brustharnisch und das ζῶμα, ein Panzerrock, der von den Weichen bis zu den Knieen hinabgieng, über einander faßten, s. Scholl. Aristonic. und Lehrs Aristarch. p. 126; Iliad. 10, 184 χλαῖναν φοινικόεσσαν διπλῆν ἐκταδίην, einen großen Mantel, der doppelt umgenommen werden konnte, Apoll. Lex. Homer. p. 59, 11 Διπλῆν ἐκταδίην· διπλῆν καὶ μεγάλην, vgl. s. v. Δίπλαξ; Odyss. 19, 236 χλαῖναν πορφυρέην οὔλην, διπλῆν. Ueber den Accent vgl. Herodian. Scholl. Iliad. 12, 26. – Folgende: παῖσον διπλῆν, schlag zum zweitenmal, Soph. El. 1407; dem εἷς entgegengesetzt, Plat. Rep. VIII, 554 d; dem ἁπλοῠς, Lach. 188 c; auch = zweimal so groß, so lang, βίος Tim. 75 b; vgl. διπλάσιος; τῆς δευτέρας διπλῆν 35 d, wie Dion. Hal. 3, 58 u. sonst; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ, doppelten Schadenersatz leisten müssen, Dem. 23, 28, im Gesetz. – Uebh. = zu sammengesetzt, οἰκίδιον Lys. 1, 9, von zwei Stockwerken; bes. ὀνόματα διπλᾶ, zusammengesetzte Wörter, Arist. rhet. 3, 3. – Auch = umgebogen, getrümmt; ἄκανϑα Eur. El. 492; vgl. διπλόη. – Die Tragg. brauchen es nicht selten für ἄμφω oder δύο; vgl. Aesch. Prom. 952 Ch. 750; Soph. Phil. 782; ἀδελφῶν μιᾷ ϑανόντων ἡμέρᾳ διπλῇ χερί Ant. 14, wo damit zugleich der Wechselmord angedeutet wird. – Uebertr., dem ἁπλοῠς entgegengesetzt, von doppelter Gesinnung, falsch, hinterlistig, Eur. Rhes. 395; vgl. Plat. Rep. III, 397 d; Xen. Hell. 4, 1, 32; καὶ ποικίλος Dion. Hal. rhet. 11. S. Zenob. prov. 3, 23.
-
2 διπλόος
δι-πλόος u. δι-πλός, zwiefach, doppelt; ὅϑι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο ϑώρηξ, wo der Panzer doppelt war, indem der Brustharnisch und das ζῶμα, ein Panzerrock, der von den Weichen bis zu den Knieen hinabging, übereinander fassten; χλαῖναν φοινικόεσσαν διπλῆν ἐκταδίην, einen großen Mantel, der doppelt umgenommen werden konnte. Folgende: παῖσον διπλῆν, schlag zum zweitenmal; auch = zweimal so groß, so lang; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ, doppelten Schadenersatz leisten müssen. Übh. = zusammengesetzt, οἰκίδιον, von zwei Stockwerken; bes. ὀνόματα διπλᾶ, zusammengesetzte Wörter. Auch = umgebogen, gekrümmt; ἀδελφῶν μιᾷ ϑανόντων ἡμέρᾳ διπλῇ χερί, wo damit zugleich der Wechselmord angedeutet wird. Übertr., dem ἁπλοῠς entgegengesetzt, von doppelter Gesinnung, falsch, hinterlistig -
3 διπλός
δι-πλόος u. δι-πλός, zwiefach, doppelt; ὅϑι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο ϑώρηξ, wo der Panzer doppelt war, indem der Brustharnisch und das ζῶμα, ein Panzerrock, der von den Weichen bis zu den Knieen hinabging, übereinander fassten; χλαῖναν φοινικόεσσαν διπλῆν ἐκταδίην, einen großen Mantel, der doppelt umgenommen werden konnte. Folgende: παῖσον διπλῆν, schlag zum zweitenmal; auch = zweimal so groß, so lang; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ, doppelten Schadenersatz leisten müssen. Übh. = zusammengesetzt, οἰκίδιον, von zwei Stockwerken; bes. ὀνόματα διπλᾶ, zusammengesetzte Wörter. Auch = umgebogen, gekrümmt; ἀδελφῶν μιᾷ ϑανόντων ἡμέρᾳ διπλῇ χερί, wo damit zugleich der Wechselmord angedeutet wird. Übertr., dem ἁπλοῠς entgegengesetzt, von doppelter Gesinnung, falsch, hinterlistig -
4 ἁπλόος
A twofold, and so,I single, , cf. X. Cyr.1.3.4 ([comp] Comp.);ἁπλῷ τείχει περιτειχίζειν Th.3.18
;δὶς τόσ' ἐξ ἁπλῶν κακά S.Aj. 277
; ; .II simple, plain, straightforward,κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς Pi.N.8.36
;ἁ. ὁ μῦθος A.Ch. 554
;ἁ. λόγῳ Id.Pr. 610
,al.; ὡς ἁ. λόγῳ ib.46, Ar.Ach. 1151; ἁ. λόγος the matter is simple, E.Hel. 979; ἁ. διήγησις simple narrative (without dialogue), Pl.R. 392d; οὐκ ἐς ἁπλοῦν φέρει leads to no simple issue, S.OT 519;ἁπλᾶ γε καὶ σαφῆ λέγω μαθεῖν Alex.240.7
;οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον λέγειν X.Cyr.3.1.32
; of single-membered periods, Demetr.Eloc.17, etc.; of habits,ἁπλούστατος βίος Plb.9.10.5
;νόμοι λίαν ἁ. καὶ βαρβαρικοί Arist.Pol. 1268b39
;ἁπλοῦν ἦν.. ἀποθανεῖν
a plain course,Men.
14.b of persons, or their words, thoughts, and acts, simple, open, frank, ;ἁ. καὶ γενναῖος Pl.R. 361b
, etc.;ἁ. τρόποι E.IA 927
; opp. δόλος, Ar.Pl. 1158;πρὸς τοὺς φίλους ὡς ἁπλούστατον εἶναι X. Mem.4.2.16
.c simple-minded,ὁ κριτὴς ὑπόκειται εἶναι ἁ. Arist. Rh. 1357a12
, cf. HA 608b4 ([comp] Comp.), Rh. 1367a37; in bad sense, simple, silly, Isoc.2.46;λίαν γὰρ ἁπλοῦν τὸ νομίζειν.. Arist.Mete. 339b34
.III simple, opp. compound or mixed, Pl.R. 547e, etc.; opp. μεμιγμένος, κεκραμένος, Arist.Metaph. 989b17, Sens. 447a18;ἁ. χρώματα Id.Col. 791a1
; ἁ. ὀνόματα, opp. διπλᾶ, Id.Po. 1457a31; also of nouns, without the article, A.D.Synt.98.17, al.; of the positive adjective, Plu.2.412e, etc.b ἁ. βιβλία rolls containing a single author, Id.Ant.58.d ἁ. ἐπίδεσμος, a kind of bandage, Hp.Off.7, etc.3 simple, unqualified (cf.ἁπλῶς 11.3
),οὐ πάνυ μοι δοκεῖ.. οὕτως ἁπλοῦν εἶναι ὥστε.. Pl.Prt. 331b
, cf. Smp. 206a, Tht. 188d, al.IV Adv. ἁπλῶς, v. sub voc.V [comp] Comp. and [comp] Sup. ἁπλούστερος, ἁπλούστατος, v. supr.; irreg. [comp] Sup.ἁπλότατος AP6.185
(Zos.). (Cf. δι-πλόος; ἁ- = sṃ; - πλόος perh. identical with πλοῦς 'voyage', cf. Serb. jedan put '(one journey, hence) once'; transition from 'once' to 'simple' as in Lett. vienkars?ἁπλόοςXs 'simple' (cf. Lith. vienkart 'once').)
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek